- απόσμηση
- η [αποσμώ]διαδικασία απομάκρυνσης των ουσιών που προσδίδουν δυσάρεστη οσμή σε έλαια και λίπη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λίπη — Οργανικές ενώσεις, οι οποίες περιέχουν άνθρακα, υδρογόνο και οξυγόνο. Ο όρος λ. αναφέρεται γενικά σε μείγματα τριεστέρων της γλυκερίνης με κορεσμένα (παλμιτικό, στεαρικό κ.ά.) και ακόρεστα (ελαϊκό κ.ά.) λιπαρά οξέα, τα οποία διαθέτουν 4 20 άτομα… … Dictionary of Greek
αποσμητικός — ή, ό 1. ικανός ή κατάλληλος για απόσμηση 2. το ουδ. ως ουσ. καλλυντικό παρασκεύασμα που έχει ως προορισμό την αναστολή ή κάλυψη των δυσάρεστων οσμών του ανθρώπινου σώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεοελλ. αποσμώ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ … Dictionary of Greek